μαχιμοποιός

μαχιμοποιός
μαχιμοποιός, ὁ (Μ)
αυτός που καθιστά κάποιον μάχιμο, ικανό για πόλεμο, ή αυτός που παρακινεί κάποιον για μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχιμος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”